- αφαιρέτης
- ἀφαιρέτης, ο (Μ) [αφαιρώ]αυτός που αφαιρεί κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφαιρέτης — one who deprives masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαιρέτης — ο παλιότερη ονομασία του αφαιρετέου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφαιρέται — ἀφαιρέτης one who deprives masc nom/voc pl ἀφαιρέτᾱͅ , ἀφαιρέτης one who deprives masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρέτην — ἀφαιρέτης one who deprives masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… … Dictionary of Greek